Λακωνικῶς

Λακωνικῶς
Λακωνικός
Laconian shoes
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λακωνικῶς — Λακωνικός Laconian shoes adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”